αμεράκωτος

αμεράκωτος
-η, -ο [μερακώνω]
αυτός που δεν έχει μεράκι, θλίψη, κυρίως από ερωτικό πάθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”